-
1 ὄψ
ὄψ, ὀπός, ἡ (ἔπος), die Stimme des Sprechenden, Singenden, Rufenden; οὐδέ πω Ἀτρείδεω ὀπὸς ἔκλυον αὐδήσαντος, Il. 16, 76; Μοῦσαι ἄειδον ἀμειβόμεναι ὀπὶ καλῇ, 1, 604; ἀειδούσης ὀπὶ καλῇ, Od. 10, 221; der Sirenen, 12, 52; auch von den Cicaden, ὄπα λειριόεσσαν ἱεῖσι, Il. 3, 152; ἀρνῶν, 4, 435; Ausspruch, Rede, 7, 53. 11, 137. 21, 98; Pind. ἔβαλεν ὕμνος ὀπὶ νέων κελαδέων, N. 3, 63; ὄπα γλυκεῖαν προχεόντων ἐμάν, P. 10, 56, öfter; Aesch. Suppl. 58; Soph. El. 1057; ἤκουσαν ὑστάτην ὄπα, Eur. Hec. 555; ἐξέκλαγξ' ὄπα ἀξύνετον, Ion 1204, öfter; einzeln bei sp. D.; der plur. scheint nicht vorzukommen.
-
2 ὄψ
ὄψ (A), ἡ, poetic Noun, used in obliq. cases of sg., ὀπός, ὀπί, ὄπα,A voice, whether in speaking, shouting, lamenting,Ἀτρείδεω ὀπὸς ἔκλυον Il.16.76
, cf. 14.150, 18.222, 22.451, etc.; or in singing,Κίρκης.. ἀειδούσης ὀπὶ καλῇ Od.10.221
, cf. 5.61;ἄειδον ἀμειβόμεναι ὀπὶ καλῇ Il.1.604
, cf. Hes.Th.41, al., Pi.N.7.84, al., B.16.129, A.Supp.60 (lyr.), etc.; also of cicadae,ὄπα λειριόεσσαν ἱεῖσι Il.3.152
; of lambs,ἀκούουσαι ὄπα ἀρνῶν 4.435
; of flutes,αὐλῶν φθεγγομένων ἱμερόεσσαν ὄπα Thgn. 532
.II word,ὡς γὰρ ἐγὼν ὄπ' ἄκουσα θεῶν Il.7.53
;ἀμείλικτον δ' ὄπ' ἄκουσαν 11.137
, cf. 21.98, S.El. 1068 (lyr.), etc. (Cogn. with ἔπος, εἰπεῖν.)------------------------------------ὄψ (B), ἡ, gen. ὀπός, (ὄψομαι)A = ὄψις, the eye, face, Emp.88, Antim.63.
См. также в других словарях:
λειριόεις — λειριόεις, εσσα, εν (Α) [λείριον] 1. αυτός που μοιάζει με κρίνο ως προς το χρώμα, λευκός σαν το κρίνο 2. μτφ. τρυφερός, απαλός («Εσπερίδες λειριόεσσαι», Κόιντ.) 3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κρίνο («λειριόεντα κάρη» τα άνθη τού κρίνου, τα… … Dictionary of Greek